γουρσούζικος

γουρσούζικος
η , ο
1) злосчастный, злополучный; приносящий несчастье; зловещий;

γουρσούζικο σπίτι — зловещий дом;

γουρσούζικος χρόνος — злополучный год;

2) см. γουρσούζης 3, 4;

§ γουρσούζικος αριθμός — чёртова дюжина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γουρσούζικος" в других словарях:

  • γουρσούζικος, -ια — και η, ο και γρουσούζικος, ια και η, ο αυτός που φέρνει κακοτυχία, γουρσουζιά (αντίθ. γουρλίδικος):Η μαύρη γάτα θεωρείται γουρσούζικια από τους προληπτικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουρσούζικος — βλ. γρουσούζικος …   Dictionary of Greek

  • γρουσούζικος — και γουρσούζικος, η, ο αυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους …   Dictionary of Greek

  • γρουσούζικος, -ια, -ο — βλ. γουρσούζικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»